Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Νυχτοπεταλούδα

Άνοιξα τα μάτια μου η σιωπή του κόσμου ήρθε και θρόνιασε στο γιατί της πρώτης μου ανάσας
Ο λάκος στο κρεβάτι μου πομπώδης και μαύρος
ο λύκος το ίδιο
Αναρριχώμαι σαν κισσός μέχρι το μπάνιο
Κοιτάζω στον καθρέφτη ένα δίσκο με το κεφάλι μου απάνω
Η βρύση στάζει μοιρολόγια κάθε σταγόνα και ένας αποχαιρετισμός
Αμάν αμάν
εξαγνίζω το πρόσωπό μου με απώλεια να κυλήσει κάτι στους παραπόταμους στο δέρμα μου
Χαμογελώ στη νυχτοπεταλούδα πλάι στην πετσέτα
είναι συγκάτοικος πια
Ακίνητη και γκρί με αγκαλιάζει όλος ο συμβολισμός -κάτι κινείται
Χαμογελώ πλατύτερα και η κρούστα στα χείλη σπάει ευωδιάζει το σπίτι κονιάκ και τριαντάφυλλο
Έχω ξεχάσει πως με λένε
Έχω ξεχάσει πώς με λένε
Έχω ξεχάσει
Πώς με λένε;
Καφέ.
Ντουλάπι ανοίγω, βγάζω κούπα ντουλάπι κλείνω, το ξανανοίγω
άντε γαμήσου συμμετρία.
Κουτάλι ψάχνω , κοιτώ τριγύρω, κουτάλια στα άπλυτα πολλά
άντε γαμήσου νοικοκυροσύνη
Τα πηρούνια είναι κουτάλια στα νιάτα τους και σήμερα νιώθω πιο νέος
Δύο πηρουνιές ζάχαρη και μια καφέ
Ανοίγω βραστήρα νομίζω πως έχω πυρετό τρέχω στο μπάνιο να βάλω το θερμόμετρο η νυχτοπεταλούδα τρομάζει πετάει ανοίγω ντουλάπι βρίσκω θερμόμετρο το βάζω ενάμιση λεπτό μπιπ-μπιπ τριανταπέντε και εννιά όσα τα χρονια μου
γελώ
Πάω να κλείσω ντουλάπι άντε γαμησου ντουλαπι έχω ξεχάσει ανοιχτό το βραστήρα και έχει χαλάσει το αυτόματο κλείσιμο κάνω αλμα ως την κουζίνα.
Ατμοί ατμοί παντού ατμοί
μα το Τζέλα Δέλτα δεν είχε φουγάρα
άντε γαμήσου κλάμα
άντε γαμήσου παράδεισε
πιάνω τον βραστήρα να φτιάξω το ελιξίριο.
Δίπλα του κείτεται η νυχτοπεταλούδα
Ανάποδα, νωπή, ακίνητη- κάτι μέσα μου σπάει
Ψάχνω συγκάτοικο.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Ανοσία

Έβρεχε οξύ από τα σύννεφα
οι κάτοικοι κάκτοι που έλιωναν
κάποιοι έτρεχαν στα καταφύγια
μα εμείς είχαμε πάθει ανοσία


Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

πέντε μικρές αυταπάτες

Χάιδεψα σήμερα δυο γατάκια
Το ένα το λέγαν σκούπα
Το άλλο το λέγαν σβούρα
Η μάνα τους ήταν δέντρο
___________________________


Ο χρόνος το σπιρτόκουτο
και η μοναξιά το σπίρτο
βάζω φωτιά στους χάρτες μου
και βαφτίζω τις στάχτες πατρίδα
____________________________


Καμπαναριό Ιερό
είχε κούνιες αντί για καμπάνες
____________________________


Με ρώτησες τι είναι ο έρωτας
Σου απάντησα :
Να θέλεις να πεθάνεις για να μπορέσεις να ζήσεις ως ανάμνηση
μέσα της
[Η αλλιώς: περιμένουμε να γίνουμε ανάμνηση για να υπάρξουμε πραγματικά]
_______________________________________________________________

Ήταν λαγός και φορούσε κοκκαλάκι της νυχτερίδας
Ήταν νυχτερίδα και φορούσε λαγοπόδαρο
Αυτός ο έρωτας ήταν καταδικασμένος εξ' αρχής
_________________________________________

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Απορίες

Ω, σφυρήλατη ευγνωμοσύνη μου
πόσα χτυπήματα χρειάστηκαν
για να σε κάνουν εύμορφη;
Ω, αστείρευτη φαντασία μου
με πόσους τρόπους/σε πόσους τόπους
μπόλιασα με ρ
το χώμα
χρώμα να γίνει;

Ω, παράλυτα άκρα μου
ποιοί άνεμοι σας στροβίλισαν
μέχρι να προσγειωθείτε
αξίωμα πια:
"οι πιο μεγαλειώδεις σονάτες παίζονται με τσακισμένα δάχτυλα";
Ω, ανήλικες προσδοκίες μου
σε ποιάν αρένα σφαγιαστήκατε
άδοξα
από το το σύγχρονο ψηφιακό Ηρώδη;
Ω, τυφλοί μου άπιστοι οφθαλμοί
σε ποια κολυμβήθρα βαφτιστήκατε
απ' τα χρυσά μαλλιά της
ως ότου γεννηθεί
το πρώτο φως;
Ω, αναποφάσιστο μου ωμέγα
είκοσι τρεις κωλοτούμπες
ή ενα άλμα γενναίο
θα χρειαστεί
για να κλείσει αυτός ο κύκλος;

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Στη γειτονίτσα

Σε κάθε σοκάκι της γειτονιάς
βρίσκεται ένα δεκάλεπτο πεταμένο
τα τρύπια πορτοφόλια
ραμμένα από ισχνές αγελάδες
έχουν στη θέση για τα ψιλά
ένα μονάχα δανεικό χαμόγελο
Σηκώνω το κεφάλι
και προσπερνώ
στο δίπλα παγκάκι
κοιμάται μια σκιά αφορισμένη
χωρίς σώμα
φορτωμένη
μια πανσέληνο
και ένα κομμάτι χτεσινό
μπαγιάτικο ψωμί
παραπατάω
Απ'τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων
ξεχειλίζει μανιασμένα
το κύκνειο άσμα
των αλόγων
Είμαι τάβλα στην άσφαλτο
και κοιτάω τον ουρανό
στα πιλοτήρια των αεροπλάνων
αντηχούν τα τιτιβίσματα
των πρώτων φυλακισμένων
πτηνών
Αιμορραγώ
Στα σχέδια των αρχιτεκτόνων
αχνοφαίνονται τα σπήλαια
που μας προστάτευαν από τα νύχια
των αρπακτικών
έχω εκδορές
σε όλη την ύπαρξη
και έπειτα υπάρχεις και συ
ένας καθρέφτης
και ένα κερί που τε
λιώνει
Και οι κανόνες είναι οι εξής:
Πρέπει να βρεις ποιος είναι
το είδωλο
και ποιός
Ο παρατηρητής

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Φράκταλ

Εκεί που θα έπρεπε
να είναι η καρδιά μου
βρίσκεται μια φυλακή
που είναι μέσα σε ένα τρένο
που κινείται σε ράγες
πάνω σε λασπόνερα
και εκεί που θα έπρεπε
να είναι η καρδιά του οδηγού
βρίσκεται μια φυλακή
που είναι μέσα σε ένα τρένο
που κινείται σε ράγες
πάνω σε λασπόνερα
Άπειρα τα τρένα
άπειροι οι οδηγοί
οδηγός και γω στο τρένο
κάποιου άλλου
άφαντη η αγάπη
και μόνη σταθερά
η λάσπη

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Απο τύχη

Το αγόρι καθόταν στο παγκάκι
το σκουλαρίκι της νιότης
κρεμόταν
απ’τον οίστρο του
διάβαζε το βιβλίο του
καθώς υπογράμμιζε τις καμπυλότητες του
χρόνου
άχαρος
σαν ζωγράφος που κρατά
το πινέλο ανάποδα
ήθελε να είναι άλογο
μα τού έλαχε ξεβρασμένος ιππόκαμπος
στη στεριά
έχουμε αποτύχει – ψιθύρισε
ένας παππούλης παραδίπλα
που έψαχνε τα σκουπίδια
έκανε το σταυρό του
και έστρωσε το Μυστικό του Δείπνο
στον κάδο
απ’τον πεζόδρομο περνούσαν
νταλίκες ψυγεία
είμαστε στοιβαγμένα κρέατα
έχουμε αποτύχει
ο θεός άδειαζε το τασάκι του στα σύννεφα
η ζωή είναι πιο ειρωνική
από κλεψύδρα σε αμμοθύελλα
τα καναρίνια στα γύρω μπαλκόνια
βγάζαν ιαχές πολέμου
οι ψυχροί φανοί των δρόμων
τον έκαναν να κουρνιάσει
έχουμε αποτύχει
οι ακάλυπτοι μοιρολογούσαν
τον επίλογο των αυτόχειρων
τράβηξε τα εντόσθια του
και βγήκαν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια
έκλαψε
στέρεψε
δίψασε
Το κορίτσι τον πλησίασε και του πρόσφερε το μπουκάλι της.
Από τύχη.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Αγγελία

Μου είχες πει πως μεγαλώνω όμορφα
μα μου' πες ψέμματα
τσαλακώνομαι σαν χτεσινή εφημερίδα
στην κωλότσεπη
στο ένα μου μάγουλο κυλάει ο Τίγρης
στο άλλο ο Ευφράτης
κάτι
γλυκαινει βιαίως την όψη μου
Ωστόσο
Θυμάμαι εκείνο το πεντάσφαιρο κονιάκ
στα απωλεσθέντα Σαββατόβραδα
με την κοκκινόμαυρη μέδουσα
από πάνω μας
πανόπτης οφθαλμός
να επιτηρεί για τυχόν εκπυρσοκρότηση
Όταν ήμουν μικρός
έπαιζα με όπλα
τώρα μεγάλωσα και δεν παίζω με κούκλες
υγρή ποίηση
στα στερεότυπα
πίσω στο θέμα μας
σελίδα 32 αγγελία:
ζητείται αλήθεια ατσαλάκωτη
να'χει συνήθεια τη ρώσικη ρουλέτα
και υγρό χρυσάφι στα σωθικά.
Σειρά σου

Καμμένη Γη

Να με πιάνεις τρυφερά από τα μαλλιά
να με ταΐζεις
χώμα προσμονή
και ανάγκη
χτισμένες φωλιές μικρών πουλιών
τα μάτια μας
χορταίνω δάση ολόκληρα
στις χούφτες μου
Έχω να κοιμηθω καλά τρεις χειμώνες
Καμμένη γη καπνίζω
Φουμάρω εκτάσεις
ατέλειωτες
Της ψυχής μου στο μυαλό σου οι προεκτάσεις
γίνονται καπνός
Θέλω να κλείσω τα μάτια μου
Μα
Παράλυτα σπουργίτια
κουρνιάζουν στις κόγχες μου
οι τρίχες σπάνε
τσαλακώνουν τα βλέφαρα
γίνονται υπόστεγα ανασφαλή
κοίτα
έχει να βρέξει τώρα κάτι μέρες
Στέγνωσα μέσα μου
αγάπη μου
και εκτός μου
φουμάρω καμμένη γη
Να με πιάνεις από τα μαλλιά
να με ταΐζεις χώμα
την έχω ανάγκη πια
αυτή τη προσμονή
Ίσως τότε, ίσως , ανθίσει κάτι
και' γώ μπορέσω επιτέλους
να κοιμηθώ καλά
πάνω στα φύλλα του.