Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Χρόνος

Το σώμα μου είναι μια ξύλινη καλυβα
στη μέση του δάσους, δεν είναι κάτι μεγαλοπρεπές
όχι δεν είναι
τριγύρω έφτιαξα τάφρους βαθιές
από πορφυρή αλκοόλη,
από τις καμινάδες βγαίνει καπνός από ταμπάκο
στις σωληνώσεις ρέει σκουριά με σερτραλίνη
ο μόνος ένοικος περιφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο ,
Εξάσκηση, διάβασμα, χάος,
περισυλλογή, παράνοια, έκσταση
Δέος
τα βασικά δηλαδή
τίποτα το μεγαλοπρεπές
πότε πότε οι μεγαλοπρεπεις πύλες ανοίγουν με τη θέληση του ενοίκου
ή χωρίς
και η καλυβα φιλοξενεί άλλο έναν ή δύο ή και τρεις μουσαφιρηδες
αγάπη μονάχα και μουσικές και τραπέζια
δεν υπάρχει πλέον χωρος για τα μικρά
το σπίτι μου άντεξε τυφώνες, σεισμούς, πυρκαγιές
ακόμα και φρίκες του ενοίκου
κάτι ακραία βράδια με τσεκούρι και συγγνώμες
Το σπίτι μου έχει μπαλώματα, σκόρους, τρύπες
μπάζει από παντού
Γαμώ το σπίτι μου
υπάρχει ένα πλάσμα που δεν είναι πλάσμα
δεν με έχει ανάγκη αλλά με έχει
δεν τρέφεται αλλά είναι αδοιφάγο αρπακτικό
Στις άκρες των νυχιών του έχει σκλήθρες
και δεν του έχω κάνει κάτι
του καριόλη
Δε νιώθει από τάφρους,
δεν τον ενδιαφέρει αν έχω μουσαφίρηδες
αν κρατάω τσεκούρι,
στους πόσους βαθμούς απόγνωσης
καίγομαι στο τζάκι μου
καραδοκεί μονίμως από έξω
Κοιτά απ'τα παράθυρα και ξύνει τους τοίχους
Ο μέγας γκρεμιστής
Χαμογελάει και ξύνει
κάποτε ο θόρυβός του με αποσπούσε
η ακαθόριστη όψη του με τρόμαζε
εμπόδιζε το φως να μπει από τα παράθυρα
μα όχι πια
όσο ο ένοικος ανθίζει
η καλύβα σαπίζει
και απλά έτσι έχουν τα πράγματα.
Καλώς ήρθατε στο φτωχικό μου,
τί να προσφέρω;
Τίποτα το μεγαλοπρεπές
Τα βασικά.