Χάιδεψα σήμερα δυο γατάκια Το ένα το λέγαν σκούπα Το άλλο το λέγαν σβούρα Η μάνα τους ήταν δέντρο ___________________________ Ο χρόνος το σπιρτόκουτο και η μοναξιά το σπίρτο βάζω φωτιά στους χάρτες μου και βαφτίζω τις στάχτες πατρίδα ____________________________ Καμπαναριό Ιερό είχε κούνιες αντί για καμπάνες ____________________________
Με ρώτησες τι είναι ο έρωτας Σου απάντησα : Να θέλεις να πεθάνεις για να μπορέσεις να ζήσεις ως ανάμνηση μέσα της
[Η αλλιώς: περιμένουμε να γίνουμε ανάμνηση για να υπάρξουμε πραγματικά]
Σε κάθε σοκάκι της γειτονιάς βρίσκεται ένα δεκάλεπτο πεταμένο τα τρύπια πορτοφόλια ραμμένα από ισχνές αγελάδες έχουν στη θέση για τα ψιλά ένα μονάχα δανεικό χαμόγελο Σηκώνω το κεφάλι και προσπερνώ στο δίπλα παγκάκι κοιμάται μια σκιά αφορισμένη χωρίς σώμα φορτωμένη μια πανσέληνο και ένα κομμάτι χτεσινό μπαγιάτικο ψωμί παραπατάω Απ'τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων ξεχειλίζει μανιασμένα το κύκνειο άσμα των αλόγων Είμαι τάβλα στην άσφαλτο και κοιτάω τον ουρανό στα πιλοτήρια των αεροπλάνων αντηχούν τα τιτιβίσματα των πρώτων φυλακισμένων πτηνών Αιμορραγώ Στα σχέδια των αρχιτεκτόνων αχνοφαίνονται τα σπήλαια που μας προστάτευαν από τα νύχια των αρπακτικών έχω εκδορές σε όλη την ύπαρξη
και έπειτα υπάρχεις και συ ένας καθρέφτης και ένα κερί που τε λιώνει Και οι κανόνες είναι οι εξής: Πρέπει να βρεις ποιος είναι το είδωλο και ποιός Ο παρατηρητής
Εκεί που θα έπρεπε να είναι η καρδιά μου βρίσκεται μια φυλακή που είναι μέσα σε ένα τρένο που κινείται σε ράγες πάνω σε λασπόνερα και εκεί που θα έπρεπε να είναι η καρδιά του οδηγού βρίσκεται μια φυλακή που είναι μέσα σε ένα τρένο που κινείται σε ράγες πάνω σε λασπόνερα Άπειρα τα τρένα άπειροι οι οδηγοί οδηγός και γω στο τρένο κάποιου άλλου άφαντη η αγάπη και μόνη σταθερά η λάσπη