Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Ο παππούς μου ο Σπόρος

Ήταν το χρώμα που οι βουκαμβίλιες πότιζαν τις ίριδες μου κάτι Κυριακές πρωινά
στο πατρικό μου σπίτι, ο παππούς με τις ιστορίες από την κατοχή και τον εμφύλιο, 
με το ουζάκι του και τον μονό ελληνικό του, πάντα ατσαλάκωτος 
με το αυστηρό μουστάκι του 
και μάτια πιο τυρκουάζ από τα πιο όμορφα νερά της Κέρκυρας.
Κουβαλούσε πάντα ένα χτενάκι στο πέτο του 
και ένα μπλοκακι που έγραφε στίχους ο παππούς Σπύρος,
ήταν κηπουρός, αγαπούσε τα τριαντάφυλλα , τα ρεμπέτικα, τον Καζαντζάκη και τον Τρότσκι.
Ήταν κοντός και με βλοσυρή φυσιογνωμια ,
κάθε ρυάκι στο πρόσωπο του μια ιστορία κάθε ρόζος στα δάχτυλα του 
η απόδειξη ότι ήταν χειροτέχνης του χώματος.
Ο προπάππους μου βιολιστής στην Κέρκυρα και πότης 
τον προόριζε για μουσικό, αλλά ο παππούς είχε αλλά σχέδια, 
άλλα τα έκανε, αλλά όχι και ήταν εκείνες οι Κυριακές σα παιδί, 
που καθόμουν οκλαδόν πλάι του και άκουγα, φίλτραρα ,απορούσα, μάθαινα.
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω τη σοφία που κουβαλούσε ένας γέροντας 
ακαδημαϊκά αγράμματος αλλά με παιδεία και ακόμα δεν ξέρω αν έχω καταλάβει καν τα μισα.
Ένα μεξικάνικο ρητό λέει ότι οι άνθρωποι πεθαίνουμε τρεις φορές : 
την πρώτη όταν συνειδητοποιούμε ότι έχουμε ημερομηνία λήξης, 
τη δεύτερη με το φυσικό θανατό μας 
και την τρίτη όταν κάποιος πει για τελευταία φορά το όνομα μας.
Σπύρο δεν έχει έρθει αυτή η τρίτη φορά, ζεις ακόμα, 
στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι το χώμα, την ομορφιά των ανθών 
και τη χρησιμότητα των αγκαθιών. 
Απλά να, είδα κάτι βουκαμβίλιες και το μυαλό ξέρεις ταξιδεύει με περίεργους τρόπους.
Έχω πια τις δικιές μου ιστορίες, ρόζους στο στήθος, 
αγκάθια για άγγιγμα κάποιες φορές, θα στα εξηγούσα ένα κυριακάτικο πρωινό με ένα ουζάκι, 
Μπιθικώτση και για τελος κάνα απόσπασμα από αδερφοφάδες.
Μα ίσως να είναι καλύτερα έτσι, εσύ παππούς, εγώ εγγόνι ενός σοφού,
που έριχνε σπόρους ενώ γνώριζε ότι δε θα προλαβει να γευτεί τους καρπούς τους.
Και αυτό από μόνο του είναι ίσως ό, τι χρειάζεται να θυμάμαι από σένα, τίποτα άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: